http://openlocalgov.blogspot.com/

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Πολιτισμός και Περιφέρεια

@Του Δημήτρη Αντωνακάκη

Το 1937 ο Αριστείδης Γεωργίου Αντωνακάκης, εργαζόμενος τότε στην Eastern Company, αγγλική πολυενθνική της εποχής, «υπηρετούσε» ταυτόχρονα ως καθηγητής θεωρίας της μουσικής και του βιολιού στο Ωδείο Ηρακλείου. Το 1937, λοιπόν, συνέθεσε, ανάμεσα σε άλλα, το πιο σημαντικό έργο που πρόλαβε στη μικρή ζωή του, καθώς πέθανε 38 χρονών, το πιο ώριμο έργο του, ένα κουαρτέτο.
«Ένα κουαρτέτο στο Ηράκλειο το 1937!», αναφώνησε κατάπληκτος ο μουσικοκριτικός Γ. Λεωτσάκος, όταν το πληροφορήθηκε. «Αυτό είναι απίστευτο!!»
Ο Αριστείδης Αντωνακάκης, ξεκινώντας από την Οδησσό, έφτασε 18 χρόνων στα Χανιά το 1918 και από τότε διορίστηκε στην Eastern Company και αγωνίστηκε μέσα από εξετάσεις στο εσωτερικό της να βελτιώσει τη θέση του μικραίνοντας την απόσταση που τον χώριζε από το κέντρο: την Αθήνα που ήταν ο στόχος του. Έτσι, το 1934 προάγεται και μετά τίθεται από τα Χανιά σε ανώτερη θέση στο Ηράκλειο και το 1938 προάγεται πάλι και φτάνει στο πολυπόθητο κέντρο: στην Αθήνα. Δεν ξέρω τι θα είχε συμβεί αν δεν πέθαινε τόσο νέος, πέντε μήνες μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα.

Σας ανέφερα όλη αυτή την οικογενειακή μου ιστορία για να σας πω ότι αυτό το αξιόλογο έργο έχει αρχίσει να παίζεται 60 χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του σε συναυλίες μουσικής δωματίου, στο Γ’ Πρόγραμμα και από το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο. Ο ίδιος το άκουσε την μοναδική φορά που παίχτηκε στο Ηράκλειο το 1937! Σε συναυλία που μετείχε και ο ίδιος.
Αυτή η ευτυχής αναγνώριση της αξίας του έργου και του συνθέτη του έστω και ύστερα από 60 χρόνια δεν είναι καθόλου συνηθισμένη ούτε άλλωστε ενθαρρυντική. Συχνά ούτε εκ των υστέρων δεν αναγνωρίζονται τα έργα και οι δημιουργοί τους. Γι’ αυτό το λόγο και η ειλικρινής έκπληξή του Γ. Λεωτσάκου.


Πολλοί από σας γνωρίζουν και πολλοί άλλοι εύκολα θα συμπεράνουν, παρακολουθώντας τα γεγονότα, ότι πολλές, πάρα πολλές δυνάμεις πολιτισμού χάνονται, καθώς λείπουν οι μηχανισμοί που θα τους έφερναν  στο απαιτούμενο φως της δημοσιότητας το οποίο θα τους επέτρεπε να συγκριθούν σ’ ένα άλλο επίπεδο με τους αντίστοιχους καλλιτέχνες ή επιστήμονες της εποχής τους, επίπεδο που θα βελτίωνε και θα πολλαπλασίαζε  τις δυνατότητές τους.

Διαπιστώνουμε, δηλαδή, ότι ακόμα και στη σημερινή συγκυρία, όπως συμβαίνει δυστυχώς από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, δεν δίνεται η πρέπουσα σημασία στη δυνατότητα συμβολής του χαμηλόφωνου εργάτη πολιτισμού που ζει στην περιφέρεια, στη διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού πολιτιστικού τοπίου. 
Αγνοείται η απεγνωσμένη του προσπάθεια να δημιουργήσει μέσα α’ αυτή την έρημο με τις σπάνιες οάσεις που λέγεται σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και μάλιστα της ελληνικής περιφέρειας
Λείπουν οι θεσμοί όπως είπα και πριν, που θα επιχειρήσουν την καθιέρωση εκδηλώσεων και μηχανισμών που θα ανασύρουν τις αξιόλογες δημιουργίες, όπου αυτές εκδηλώνονται στην περιφέρεια, για να τις τοποθετήσουν στο επίπεδο εκείνο το οποίο θα τις αναδείξει και θα τις καταστήσει συγκρίσιμες με τις άλλες αξιόλογες πνευματικές δημιουργίες των κέντρων, δημιουργίες τις οποίες συχνά η ελληνική κοκεταρία παραβλέπει.
Η καθιέρωση αυτού του επιπέδου περιφερειακών θεσμών θα λειτουργούσαν στην κατεύθυνση της υπέρβασης της σημερινής χαμηλής ποιότητας της όποιας πνευματικής δημιουργίας και στην ανάδειξη των σημαντικών πρωτοβουλιών των δημιουργών καθώς και του ήθους που εκπέμπεται από αυτές.
Γιατί πιστεύω ότι, μέσα από τη δυναμική παρόμοιων προθέσεων, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες ακτινοβολίας της περιφερειακής δημιουργίας και της επιρροής της στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος στον ευρύτερο πολιτισμικό χώρο. Ο πολιτισμός είναι το αποτέλεσμα –άθροισμα και σύνθεση- όλων των ατομικών προσπαθειών που πολλαπλασιάζονται όταν υπάρχει η συνειδητή και συστηματική καταγραφή τους, έτσι ώστε η δυναμική της όποιας επιρροής τους, να στηρίζει και να θρέφει τις κορυφαίες εκφράσεις του, όπως οι ρίζες είναι προϋπόθεση για τον ανθό, γιατί τον τρέφουν, τον συντηρούν και τον πλουτίζουν χωρίς να φαίνονται, κρυμμένες καθώς είναι στη γη, απαραίτητες όμως για την ύπαρξη και την ανθοφορία του.
Για τον λόγο αυτό θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική κάθε προσπάθεια που γίνεται για την αποκάλυψη όλων αυτών των ατομικών προσπαθειών, χωρίς τις οποίες δεν θα ήταν δυνατή η γέννηση των «εξαιρετικών».
Έτσι άλλωστε συγκροτείται η αλυσίδα μιας παράδοσης πάνω στην οποία θα «πατήσουν» αυτοί που έρχονται, όπως πατά κανείς στο κατώφλι του σπιτιού του για ν’ ανοιχτεί στο άγνωστο και του οποίου η ανάμνησή τον συντροφεύει στις δύσκολες ώρες, ενώ η επιστροφή σ’ αυτό αποτελεί πολλές φορές τη μόνη δυνατότητα για να ξαναξεκινήσει με νέο κουράγιο και δύναμη, καθώς κάθε φορά εμβαθύνει σε όσα η ίδια η δική του κοινότητα επιχειρεί και προσφέρει στους δημιουργούς της ως ενιαίο σύνολο.
Και τούτο είναι απαραίτητο αν η περιφέρεια και οι Πολιτικοί θεσμοί της επιθυμούν πραγματικά να συμβάλλουν στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου και όχι απλά να σύρονται πίσω από τη δημιουργική παραγωγή του κέντρου, αποδεχόμενοι τη χωρίς όρους επιβολή της.
Η περιφέρεια πρέπει ν’ αποφασίσει εάν θα συμβιβασθεί με όσα το κέντρο της προτείνει, προσαρμόζοντας τη δική της δημιουργική παραγωγή σε εκείνα που το κέντρο επιβάλλει, ή αν θ’ αντισταθεί αναζητώντας και προβάλλοντας τις δικές της δυνάμεις με αυτοπεποίθηση και ταυτόχρονη ταπεινοφροσύνη.
Όπως γράφει ο Ν. Χατζηνικολάου:
«Είναι η τέχνη που παράγεται στην περιφέρεια τέχνη περιφερειακή με την αρνητική σημασία του όρου; Από ετυμολογική άποψη η περιφέρεια είναι μια περιοχή που βρίσκεται στην άκρη, στο περιθώριο, χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά ότι διατυπώνεται και μια αξιολογική κρίση. Περιφερειακό είναι και το περιθωριακό. Όμως η λέξη δεν ήταν ποτέ της ανεξάρτητη κι από ένα άλλο νόημα: ότι δηλαδή το περιφερειακό, όπως και το περιθωριακό, αντιμετωπίζονται ως δευτερεύοντα.»
Και συνεχίζει:
«Η υποτιμητική σημασία του «περιφερειακός» είναι εδώ σαφής: περιφερειακό είναι ό,τι δεν έχει αίγλη, (και επομένως δεν μπορεί να προσδώσει), περιφερειακό είναι το σχετικά δευτερεύον, το επαρχιώτικο (πάλι με την υποτιμητική σημασία του όρου)».
Επομένως, - επιμένω- αν πραγματικά η περιφέρεια αποφασίσει να αντιδράσει σ’ αυτή την υποβάθμιση του ρόλου της στη διαμόρφωση του ελληνικού πολιτισμού πρέπει, χωρίς εσωστρέφεια, να αναζητήσει εκείνες τις δυνάμεις που θα τη στηρίξουν για να ξεπεράσει την εντύπωση που έχει σχηματισθεί πως, οτιδήποτε παράγεται στην περιφέρεια, είναι περιθωριακό και ποιοτικά δευτερεύον.
Σήμερα οι δυνατότητες αυτής της «επιθετικής» προβολής του πολιτισμικού προϊόντος από την περιφέρεια προς το κέντρο δεν είναι πια εκείνες των χρόνων του ’30. Σήμερα υπάρχει το διαδίκτυο που έχει ανατρέψει τις δυσκολίες αυτών των συσχετίσεων, αρκεί να θέλουμε να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητές του.

Στο ίδιο κείμενο λίγο παρακάτω, ο Ν. Χατζηνικολάου αναφέρεται και στην αντίστροφη πορεία, που είναι, κατά τη γνώμη μου, εξίσου απαραίτητο να διευρυνθεί και να συντηρηθεί. Είναι ο διάλογος κέντρου – περιφέρειας? εννοώ την οργανωμένη «υποδοχή» ή «πρόσληψη των επιτεύξεων του κέντρου από την περιφέρεια κι εδώ δεν εννοώ φυσικά μόνου τους δημιουργούς, αλλά κυρίως το κοινό. Το κοινό, το οποίο οφείλουν αυτοί οι ίδιοι θεσμοί να φέρουν σ’ επαφή με τις προωθημένες δημιουργίες των κέντρων, έτσι ώστε να αισθάνονται ότι συμμετέχουν στο γίγνεσθαι του πολιτισμού της εποχής.
Γιατί με τον όρο «υποδοχή» δεν πρέπει να υπονοούμε μια παθητική στάση ιδιοποίησης των πολιτιστικών προϊόντων του κέντρου, αλλά μια ενεργητική και ουσιαστική στάση απέναντί τους. Μια στάση που δεν αποδέχεται την επιβολή αυτής της υποδοχής, αυτής της εξάρτησης από το κέντρο, αλλά την κριτική της σύγκριση με τις ίδιες τις περιφερειακές δυνάμεις πολιτισμού που η περιφέρεια οφείλει –επιμένω- να κρατά σε εγρήγορση.

Σήμερα, με τη λειτουργία του διαδικτύου όλα αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν ευκολότερα και με λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι παλιότερα.
Η λαχτάρα των δημιουργών του ’30 για την προσέγγιση του κέντρου δεν είναι πια η ίδια. Για τους σημερινούς περιφερειακούς δημιουργούς μπορεί να αποκαταστήσει μια σχέση ισότιμη. Το κέντρο μπορεί να βρεθεί κοντά μας, αρκεί να το θέλουμε, αφού πρώτα πιστέψουμε στις δημιουργικές δυνατότητες που υπάρχουν πλούσιες στην ελληνική περιφέρεια.


Το ΚΑΜ, το οποίο είχα την τύχη να υπηρετώ από την ίδρυσή του, τα τελευταία 14 χρόνια, αυτή τη στάση επιχειρεί να κρατήσει μέχρι σήμερα, και πιστεύω ότι στον τομέα της αρχιτεκτονικής –και ίσως όχι μόνο- έχει συμβάλλει στην ανάδειξη των δημιουργικών δυνάμεων της Κρήτης στον τομέα αυτό, καθιερώνοντας με επιμονή και τη συμμετοχή τους στο πολιτισμικό γίγνεσθαι του τόπου με τη σοβαρότητα των διαδικασιών που τηρούνται. Έτσι π.χ.:
Με την Triennale έκθεση «Αρχιτεκτονική στη Κρήτη», έχει αναδείξει σημαντικούς Κρήτες αρχιτέκτονες εντάσσοντάς τους στους προβεβλημένους δημιουργούς στον Ελληνικό Αρχιτεκτονικό χώρο
Με την λειτουργία του διεθνούς ερευνητικού Εργαστηρίου Αρχιτεκτονικής για φοιτητές κάθε καλοκαίρι, εδώ και 10 χρόνια, την πρωτότυπη λειτουργία του και τα ανατρεπτικά θέματά του τροφοδοτεί με ιδέες –καθώς και οι ίδιες ομολογούν– τις αρχιτεκτονικές σχολές της χώρας
Με την Σύνοδο των Προέδρων των Αρχιτεκτονικών Σχολών της Ευρώπης, την οποία φιλοξενεί εδώ και 13 χρόνια, συμβάλλει στην λειτουργία αυτού του ανώτατου οργάνου των δασκάλων αρχιτεκτονικής σήμερα, το οποίο επιχειρεί να συντονίσει τις σπουδές της αρχιτεκτονικής στον Ευρωπαϊκό χώρο και να τις συνδέσει ουσιαστικά με την παραγωγή της αρχιτεκτονικής δημιουργίας.
Είναι αλήθεια ότι οι τρεις αυτοί θεσμοί δεν απευθύνονται στο μεγάλο κοινό. Όμως είναι αυτοί που γράφουν μια ιστορία παρεμβάσεων στις αποφάσεις και στις αξιολογήσεις των κέντρων.
Για να αποφύγει τον κίνδυνο της εξειδίκευσης, το ΚΑΜ, πραγματοποιεί στην διάρκεια όλου του χρόνου παράλληλα με αυτούς τους καθιερωμένους πια θεσμούς που αναφέρονται κυρίως στην Αρχιτεκτονική και στην διαχείριση του χώρου και του περιβάλλοντος, προβάλει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα πολιτισμού στις άλλες τέχνες ή επιστήμες εστιάζοντας στην επιρροή που ασκούν στην αλλαγή της νοοτροπίας του κοινού, συσχετίζοντάς τις με τα δρώμενα της εποχής που τα παρήγαγε αποδεικνύοντας την άρρηκτη σχέση που τα συνδέει.
Για την πραγματοποίηση όλων αυτών των εκδηλώσεων είναι απαραίτητη και καταλυτική η βοήθεια και η συνεργασία με τα πανεπιστήμια της χώρας όπως και η συνεργασία με τις υπηρεσίες πολιτισμού της περιφέρειας – εφορείες αρχαιοτήτων- και τους τοπικούς φορείς παιδείας και πολιτισμού. Τέλος απαιτεί την συνεργασία με όλα τα παραρτήματα θεσμών (πρεσβειών, ινστιτούτων, φορέων κλπ) που επιθυμούν την επέκταση των δραστηριοτήτων τους στην περιφέρεια.
Και η περιφέρεια αυτό που πρέπει να κάνει είναι να ενισχύσει αυτή την επιθυμία, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις μιας αξιοπρεπούς «υποδοχής» με αξιόπιστους θεσμούς που οφείλει με προσοχή να ιδρύσει, στηριζόμενη και ενισχύοντας τους λίγους που σήμερα υπάρχουν.
Δεν πρέπει να παραλείψω να αναφέρω ότι η σοβαρότητα των προσπαθειών του ΚΑΜ, έχει αρχίσει να προκαλεί την συμπαράσταση χορηγών μικρής κλίμακας με τις οποίες πολλές φορές καλύπτεται η φτωχή συμπαράσταση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Κορυφαία χορηγία η δωρεά στο ΚΑΜ του πιάνου της Αλίκης Βατικιώτη αξίας πάνω από 16.000.000 ευρώ.
Δεν έλειψε βέβαια και στην περίπτωση του ΚΑΜ η πρόθυμη, υπεύθυνη και αφιλοκερδής στήριξή του από πολλούς πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες, οι οποίοι είναι πάντοτε παρόντες σε κάθε ειλικρινή και σοβαρή πολιτισμική προσπάθεια.

Ας ελπίσουμε ότι στους δύσκολους καιρούς που ζούμε δεν θ’ αφήσουμε πάλι να χαθεί χρόνος πολύς, γι’ αυτό που είμαι σίγουρος πως δεν θ’ αργήσει να έρθει η ουσιαστική παρουσία του πολιτισμού της περιφέρειας στα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας, μιας παρουσίας που διατηρεί πολλές φορές, σε σχέση με το κέντρο, μια αξιόλογή ανατρεπτική αυθεντικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου